- ναγεύς
- νᾰγεύς, έως, ὁ, ([etym.] νάσσω)A pestle, Tz.adHes.Op.421.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναγεύς — ναυγεύς, ὁ (ΑΜ) το γουδοχέρι, ο κόπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ (πρβλ. νέ ναγ μαι, παθ. παρακμ. τού ρ. νάσσω «συνθλίβω, πιέζω») + επίθημα εύς (πρβλ. μαγ εύς, σφαγ εύς)] … Dictionary of Greek
ναγέα — ναγέᾱ , ναγεύς pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)